Όλοι οι άνθρωποι γερνούν διαφορετικά, αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Μια ομάδα ερευνητών έχει εντοπίσει τέσσερις “ηλικιακούς τύπους” – κύρια βιολογικά μονοπάτια γήρανσης, που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα.
Όλοι γερνούν, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Η γήρανση μπορεί συχνά να σημαίνει ότι μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε διαφορετικά προβλήματα υγείας – αλλά και πάλι, διαφορετικά άτομα αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα. Γιατί;
Αυτό είναι το ερώτημα που μια ομάδα ερευνητών από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, στην Καλιφόρνια, έχει αρχίσει να ερευνά σε μια νέα μελέτη.
Η έρευνα της ομάδας αφορούσε ένα σύνολο 43 υγιών συμμετεχόντων, ηλικίας από 34 έως 68 ετών, που συμφώνησαν να υποβληθούν σε αξιολόγηση για δείκτες μοριακής βιολογίας, τουλάχιστον πέντε φορές, σε διάστημα 2 ετών.
Οι επιστήμονες του Στάνφορντ επέλεξαν αυτήν την προσέγγιση για να τους βοηθήσει να δημιουργήσουν λεπτομερή προφίλ γήρανσης, για να «χαρτογραφήσουν» τις διαφορετικές παραμέτρους γήρανσης των ατόμων.
«Γνωρίζουμε ήδη ότι υπάρχουν αρκετοί μοριακοί και κλινικοί δείκτες, όπως η υψηλή χοληστερόλη, που είναι πιο συνηθισμένοι σε ηλικιωμένους πληθυσμούς», λέει ο κύριος συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Michael Snyder.
«Αλλά θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για τη γήρανση από ό,τι μπορεί να μάθει κανείς από τους μέσους όρους του πληθυσμού. Τι συμβαίνει σε ένα άτομο καθώς μεγαλώνει; Κανείς δεν κοίταξε ποτέ το ίδιο άτομο με την πάροδο του χρόνου», εξηγεί.
Η νέα μελέτη του καθηγητή Snyder και των συναδέλφων του – τα ευρήματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Nature Medicine – εντόπισε τέσσερα διαφορετικά βιολογικά μονοπάτια που χαρακτηρίζουν τέσσερις βασικούς τύπους γήρανσης.
Κατανοώντας τον τύπο – ή τους τύπους – γήρανσης, στον οποίο έχει προδιάθεση ένα άτομο, μπορεί να είναι δυνατόν να βρούμε τρόπους για να καθυστερήσουμε ή να επιβραδύνουμε αυτήν τη μορφή γήρανσης, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Οι ερευνητές βρίσκουν 4 ηλικιακούς τύπους
«Η μελέτη μας αποτυπώνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το πώς γερνάμε μελετώντας ένα ευρύ φάσμα μορίων και λαμβάνοντας πολλαπλά δείγματα κατά τη διάρκεια των ετών από κάθε συμμετέχοντα», εξηγεί ο καθηγητής Snyder.
«Μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα μοτίβα για το πως τα άτομα βιώνουν τη γήρανση σε μοριακό επίπεδο και υπάρχει αρκετή διαφορά», σημειώνει.
Οι ερευνητές ανέλυσαν μια σειρά βιολογικών δειγμάτων – συμπεριλαμβανομένων δειγμάτων αίματος και κοπράνων – που συνέλεξαν περιοδικά από τους συμμετέχοντες. Σε αυτά, έψαχναν αλλαγές στην παρουσία και τη δραστηριότητα διάφορων μικροβίων και μορίων, συμπεριλαμβανομένων πρωτεϊνών, μεταβολιτών των λιπιδίων.
Μέσω της ανάλυσής τους, οι ερευνητές εντόπισαν τέσσερις διαφορετικούς «ηλικιακούς τύπους» ή μονοπάτια γήρανσης. Αυτά ήταν: μεταβολικά (που σχετίζονται με τη συσσώρευση και διάσπαση ουσιών στο σώμα), ανοσοποιητικά (που σχετίζονται με ανοσοαποκρίσεις), ηπατικά (που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος) και νεφρικά (που σχετίζονται με τη λειτουργία των νεφρών).
Ο καθηγητής Snyder και οι συνεργάτες του εξηγούν ότι τα άτομα με προδιάθεση για μεταβολική γήρανση μπορεί να έχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης παθήσεων, όπως ο διαβήτης. Καθώς μεγαλώνουν, αυτά τα άτομα μπορεί, επίσης, να έχουν αυξημένα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), που είναι ένα μέτρο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Ωστόσο, η ομάδα σημειώνει επίσης ότι οι άνθρωποι μπορεί να έχουν προδιάθεση, όχι μόνο σε έναν, αλλά σε δύο ή περισσότερους τύπους γήρανσης, αντιμετωπίζοντας έτσι έναν συνδυασμένο κίνδυνο για διαφορετικά προβλήματα υγείας.
Εκτός από τους τύπους γήρανσης, η ομάδα ανακάλυψε διαφορές στο ρυθμό γήρανσης μεταξύ των ατόμων. Αυτά τα ευρήματα, λένε οι ερευνητές, έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στους ανθρώπους μεγαλύτερο έλεγχο της ζωής τους.
Αν καταλάβουμε σε ποια μορφή ή μορφές γήρανσης έχουμε προδιάθεση, έχουμε επίσης τη δύναμη να καταλήξουμε σε μια στρατηγική για την πρόληψη συγκεκριμένων προβλημάτων υγείας, και, πιθανώς, να επιβραδύνουμε ορισμένες διαδικασίες γήρανσης.
«Ο ηλικιακός τύπος είναι κάτι περισσότερο από μια ετικέτα. Μπορεί να βοηθήσει τα άτομα να μηδενίσουν παράγοντες κινδύνου για την υγεία και να βρουν τους τομείς στους οποίους είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα. Και το πιο σημαντικό, η μελέτη μας δείχνει ότι είναι δυνατόν να αλλάξετε τον τρόπο που γερνάτε, προς το καλύτερο».
– Καθηγητής Michael Snyder
Ωστόσο, η έρευνα για τις διαδικασίες γήρανσης δεν έχει τελειώσει. «Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως συμβαίνει αυτό με τη συμπεριφορά, αλλά θα χρειαστούμε περισσότερους συμμετέχοντες και περισσότερες μετρήσεις με την πάροδο του χρόνου, για να το ολοκληρώσουμε πλήρως», λέει ο καθηγητής Snyder.
Πιθανότητες επιβράδυνσης της γήρανσης
Ο καθηγητής Snyder και η ομάδα του εξέτασαν, επίσης, άλλους παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν στη γήρανση διαφορετικά. Πιο συγκεκριμένα, συνέκριναν τα προφίλ γήρανσης των υγιών ατόμων που ήταν ευαίσθητα στην ινσουλίνη, με εκείνα των ανθεκτικών στην ινσουλίνη συμμετεχόντων, των οποίων οι οργανισμοί δεν μπορούσαν να επεξεργαστούν αποτελεσματικά τη γλυκόζη στο αίμα.
«Οι διαφορές στη γήρανση μεταξύ υγιών και ανθεκτικών στην ινσουλίνη ανθρώπων είναι κάτι που δεν είχε εξεταστεί ποτέ πριν», λέει ο κύριος ερευνητής.
«Συνολικά, βρήκαμε ότι υπήρχαν περίπου 10 μόρια που διέφεραν σημαντικά μεταξύ ευαίσθητων και ανθεκτικών στην ινσουλίνη ανθρώπων καθώς γερνούσαν», σημειώνει. Από αυτά τα μόρια, πολλά έπαιξαν ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Όμως οι ερευνητές εντόπισαν άλλο ένα αξιοσημείωτο εύρημα: Κατά τη διάρκεια των 2 ετών όπου συνέλεγαν δεδομένα σχετικά με τους συμμετέχοντες, δεν παρατηρήθηκε σε όλους αλλαγή στους “ηλικιακούς δείκτες”.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι, για μερικούς ανθρώπους που άλλαξαν τον τρόπο ζωής τους – ιδίως όσον αφορά τη διατροφή – οι “ηλικιακοί δείκτες” μειώθηκαν για ένα χρονικό διάστημα, πράγμα που, σε ορισμένες περιπτώσεις, σήμαινε ότι αυτά τα άτομα γερνούσαν με βραδύτερο ρυθμό.
Σε ορισμένους συμμετέχοντες, αλλαγές – που σχετίζονται με την ηλικία – στα επίπεδα των βασικών μορίων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) και κρεατινίνης, που συνδέονται με τη λειτουργία των νεφρών, σημειώθηκαν με βραδύτερο ρυθμό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, σε κάποια από τα άτομα που έλαβαν στατίνες, παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων της κρεατινίνης, υποδηλώνοντας καλύτερη νεφρική λειτουργία, ενώ σε άλλους που άλλαξαν τον τρόπο ζωής τους, δεν υπήρξαν ουσιαστικές βελτιώσεις.
Ο καθηγητής Snyder αναλύοντας και μελετώντας τα προσωπικά του βιολογικά δείγματα, εκτιμά ότι οι αλλαγές στον τρόπο ζωής του θα αποδειχθούν αποτελεσματικότερες.
«Άρχισα να γυμνάζομαι και να σηκώνω βάρη» αναφέρει, προσπαθώντας, όπως εξήγησε, να επιβραδύνει σε βάθος χρόνου το μέσο ρυθμό γήρανσης του.
Η ομάδα σημειώνει, επίσης, ότι τα τρέχοντα ευρήματά τους είναι μόνο η αρχή ενός μεγάλου και πολύπλοκου ταξιδιού προς την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της γήρανσης. Πολλά αναπάντητα ερωτήματα παραμένουν και, με την πάροδο του χρόνου, οι ερευνητές ελπίζουν να ανακαλύψουν περισσότερες απαντήσεις.